- πεπηγώς
- πήγνυμιAër.perf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπηγότως — Α επίρρ. σταθερά, στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπηγώς, ότος, ενεργ. παρακμ. τού πήγνυμι] … Dictionary of Greek
σπιδνός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πυκνός, συνεχής, πεπηγώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επίθημα νός (πρβλ. πυκ νός). Για τη σημ. τής λ. σε σχέση με τη σημ. «μακρός, εκτεταμένος» τού τ. σπιδής πρβλ. λατ. spissus «βραδύς, δυσχερής,… … Dictionary of Greek
ԹԱՆՁՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c չ. παχύνομαι incrassor Զգենուլ զթանձրութիւն. ստուարանալ. խտանալ. ծանրանալ. պնդանալ. մակարդիլ. *Թանձրասցի մարախն. Ժող. ՟Ժ՟Բ. 5: *Առ ʼի յոյժ թանձրանալ դիականցն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)